- άπαξ
- (AM ἅπαξ) επίρρ.μία φορά, μία μόνο φοράνεοελλ.1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά«εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση1. αρχ.1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά2. φρ. «τὸ ἅπαξ τοῡτο» — για μια στιγμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < α -* (αθροιστικό) + παξ(πήγνυμι).ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) απαξάπαςαρχ.απαξαπλώς(β' συνθετ.) εφάπαξαρχ.αφάπαξ, εισάπαξ, καθάπαξ, κατάπαξ, προσάπαξ].
Dictionary of Greek. 2013.